Η φετινή έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας δημοσιεύεται σε μια εξαιρετικά δύσκολη πολιτική και οικονομική συγκυρία.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πρόσφατη συμφωνία για επέκταση της Κύριας Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης της Ελλάδας δίνει σημαντική ανάσα, προσωρινά κατά την άποψή μας, στη χρηματοπιστωτική επιβίωση της οικονομίας, στο πλαίσιο όμως των αποσταθεροποιητικών δεσμεύσεων και υποχρεώσεων του προγράμματος προσαρμογής. Η αντίφαση αυτή μεταξύ χρηματοπιστωτικής επιβίωσης και αποσταθεροποιητικών δεσμεύσεων και υποχρεώσεων της Ελλάδας θα αποτελέσει μείζονα αιτία αβεβαιότητας στους αμέσως επόμενους μήνες, επηρεάζοντας, κατά την άποψή μας, αρνητικά την πορεία της οικονομίας.
Ωστόσο, αυτό, που για τη Γενική Συνομοσπονδία, είναι αμφισβητήσιμο είναι το εάν η συμφωνία επέκτασης του Προγράμματος Προσαρμογής δίνει ανάσα στους μισθωτούς, τους συνταξιούχους και τις κοινωνικές ομάδες που ζουν στην απόλυτη φτώχεια, τον κοινωνικό αποκλεισμό. Δεν είμαστε καθόλου αισιόδοξοι ως προς αυτό, και εκτιμούμε ότι η μείωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων θα είναι για ακόμη μια φορά η κύρια μεταβλητή της αξιολόγησης του επεκτεινόμενου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής από τους θεσμούς πλέον της Τρόικας.
Οφείλω να σημειώσω με έμφαση ότι η συμφωνία που επιτεύχθηκε διατηρεί την Ελλάδα στην Ευρωζώνη και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Αλλά ταυτόχρονα δεν δημιουργεί τίποτε περισσότερο από μια αβέβαιη αισιοδοξία για την πορεία της οικονομίας, τουλάχιστον στο διάστημα των τεσσάρων μηνών της ισχύς της. Το πρόβλημα ρευστότητας του κρατικού τομέα θα είναι ιδιαιτέρα έντονο στο διάστημα αυτό και θα δημιουργεί αρνητικές προσδοκίες, χρηματοπιστωτικό ρίσκο και πολιτική αβεβαιότητα με αρνητικές συνέπειες στην πραγματική οικονομία.
Η εκτίμησή μας είναι ότι η ασκούμενη οικονομική πολιτική της δημοσιονομικής λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης ήταν κοινωνικά, οικονομικά, παραγωγικά και χρηματοπιστωτικά καταστροφική.
Η συνοχή της αγοράς εργασίας έχει κλονιστεί δραματικά τα τελευταία πέντε χρόνια από τις συνεχείς παρεμβάσεις απορρύθμισής της .
Ένα μεγάλος μέρος του πληθυσμού της χώρας ζει σε συνθήκες φτωχοποίησης, η οικονομική ανισότητα έχει αυξηθεί δραματικά, η κοινωνική συνοχή έχει υπονομευτεί.
Χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις έχουν κλείσει, ενώ είναι επίσης χιλιάδες εκείνες που είναι κάτω από το όριο της επιβίωσης.
Ο συνδυασμός λιτότητας-ύφεσης έχει απαξιώσει μέρος του κεφαλαιακού και εργατικού δυναμικού της χώρας, έχει αυξήσει δραματικά το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων, και έχει μειώσει την αποταμίευση και την καταθετική βάση του τραπεζικού συστήματος. Η υποβάθμιση της ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών και η αρνητική επίδραση της αβεβαιότητας στις καταθέσεις δημιουργεί προβλήματα φερεγγυότητας και ρευστότητας, τα οποία, με τη σειρά τους, δημιουργούν εμπλοκή στην αναπτυξιακή προοπτική της χώρας.
Βάσει αυτών των δεδομένων το μείζον είναι η έξοδος της οικονομίας από την λιτότητα, την ύφεση, την κοινωνική απαξίωση. Ο δημόσιος διάλογος οφείλει αμέσως να εστιάσει στη στρατηγική της διαπραγμάτευσης που θα προσδιορίσει τη νέα συμφωνία της Ελλάδας με τους εταίρους, η οποία θα προσδιορίσει το μέλλον του τόπου μας για τα επόμενα χρόνια.
Η πρόταση της Γενικής Συνομοσπονδίας είναι ότι απαιτείται αναπροσανατολισμός της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής σε βραχυπρόθεσμο και μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Στην Ομιλία μου, λόγω του περιορισμού του χρόνου, θα αναφερθώ στους τέσσερεις διαπραγματευτικούς Πυλώνες που συνθέτουν την πρόταση της Γενικής Συνομοσπονδίας για την έξοδο της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας από την κρίση βραχυπρόθεσμα.
Ο πρώτος Πυλώνας της πρότασής μας αφορά μια εναλλακτική στρατηγική διαχείρισης της βιωσιμότητας του χρέους. Ειδικότερα τα τελευταία δύο χρόνια έχουμε συστηματικά προτείνει τον επανασχεδιασμό της χρηματοδότησης των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας βάσει του άξονα «βιώσιμο πρωτογενές πλεόνασμα – βιώσιμο χρέος».
Η βιωσιμότητα του πρωτογενούς πλεονάσματος διασφαλίζει τη βιωσιμότητα του χρέους, συμβάλλοντας στην ανάκτηση της φερεγγυότητας και της αξιοπιστίας του ελληνικού κράτους, με θετικές συνέπειες στο κόστος και στην αναχρηματοδότηση του ληξιπρόθεσμου χρέους από τις αγορές. Η πρότασή μας είναι το ποσοστό αποπληρωμής των τόκων, δηλαδή αν είναι ίσο ή μικρότερο του πρωτογενούς πλεονάσματος να εξαρτηθεί από το βαθμό υποστήριξης των εταίρων της χώρας στο δεύτερο και τρίτο Πυλώνα που θα σας αναπτύξω στη συνέχεια.
Η αξιοπιστία αυτής της εναλλακτικής στρατηγικής διαχείρισης του κρίσης εξαρτάται από το μάκρο-ρεαλισμό της ως προς τη δυνατότητα της οικονομίας να κινηθεί βραχυπρόθεσμα σε καθεστώς αναπτυξιακών πρωτογενών πλεονασμάτων με κοινωνική συνοχή. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την ενεργοποίηση μηχανισμών στήριξης και επέκτασης της απασχόλησης και των επενδύσεων, της δίκαιης και αναπτυξιακής μεταρρύθμισης του φορολογικού συστήματος, της παραγωγικής αναδιάρθρωσης των δημόσιων δαπανών και της ουσιαστικής αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής.
Ο δεύτερος Πυλώνας της πρότασής μας είναι η «Ρήτρα Επανεπένδυσης των τόκων» Η «ρήτρα επανεπένδυσης» προτείνει το μετασχηματισμό των τόκων επί του δημόσιου χρέους προς τον επίσημο τομέα σε εγχώριες επενδυτικές συμμετοχές κεφαλαίου. Συνεπώς, η εγχώρια οικονομία δεν επιβαρύνεται από το υφιστάμενο δημόσιο χρέος. Επίσης δεν υπάρχει αρνητικό αποτέλεσμα στον κρατικό προϋπολογισμό των εταίρων καθότι οι εισρέοντες τόκοι εκρέουν ως δημόσια επένδυση στο εξωτερικό συμβάλλοντας και στην εξισορρόπηση των εξωτερικών ισοζυγίων.
Η ρήτρα επεναεπένδυσης των τόκων θα μπορούσε να αφορά μόνο τις χώρες της Ευρωζώνης με υψηλή πιστοληπτική ικανότητα. Με αυτήν την ρύθμιση περιορίζεται το έτσι και αλλιώς μικρό πολιτικό ρίσκο ως προς την αποδοχή αυτής της πρότασης, καθότι οι αναμενόμενες επενδυτικές αποδόσεις θα είναι σαφώς μεγαλύτερες από το τρέχον πολύ μικρό επιτόκιο των δανειοδοτήσεών τους προς την Ελλάδα
Ο τρίτος Πυλώνας είναι η Θεσμοθέτηση Προγραμμάτων Εγγυημένης Απασχόλησης. Ο θεσμός της εγγυημένης απασχόλησης έχει πολύ σημαντικές δημοσιονομικές και μακροοικονομκές επιδράσεις. Συμβάλλει άμεσα:
στην αύξηση της απασχόλησης και την ενίσχυση της κοινωνικής σταθερότητας,
στην ενίσχυση του ασφαλιστικού συστήματος,
στην ενίσχυση της μακροοικονομικής σταθερότητας με την άμεση ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης και την πολλαπλασιαστική αύξηση του ΑΕΠ,
στη δημιουργία βιώσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων μέσω της αύξησης του απασχόληση και του ΑΕΠ.
Ο τέταρτος Πυλώνας της πρότασής μας είναι η επαναρρύθμιση της αγοράς εργασίας. Ο δημόσιος διάλογος έχει δώσει έμφαση στον κατώτατο μισθό. Συμφωνούμε ότι η επαναφορά του κατώτατου μισθού στο προ της κρίσης επίπεδό του είναι μείζονος σημασίας. Ωστόσο, η επίδραση του κατώτατου μισθού στη διάρθρωση των μισθών και στην εγχώρια ζήτηση εξαρτάται από τη θεμελίωση του εργατικού δίκαιου και την επαναρύθμιση της αγοράς εργασίας στους τομείς:
της κατανομής του χρόνου εργασίας
του περιορισμού των άτυπων συμβάσεων εργασίας και των απολύσεων
της ενίσχυσης του θεσμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Οι τέσσερεις πυλώνες της πρότασής μας θα μπορούσαν να είναι ο κορμός ενός εναλλακτικού, ρεαλιστικού απολύτως ποσοτικοποιημένου μάκρο-σχεδιασμού εξόδου της χώρας από την οικονομική και κοινωνική κρίση με υψηλή διαπραγματευτική ισχύ, αφού αντιμετωπίζει την οικονομική και κοινωνική κρίση και ταυτόχρονα δημιουργεί πόρους που θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν με βιώσιμο τρόπο τις δανειακές υποχρεώσεις της χώρας με κοινωνική σταθερότητα και εθνική αξιοπρέπεια και χωρίς αυτό να γίνεται να είναι σε βάρος της σταθερότητας της Ευρωζώνης.