Δεκαπενταύγουστος της Παναγιάς

Το µοναστήρι της Παναγίας Μικροκάστρου, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, είναι το κέντρο της πνευµατικής και κοινωνικής δραστηριότητας της Μητροπόλεως Σισανίου και Σιατίστης και βρίσκεται 12 χιλιόµετρα νοτιοδυτικά της Σιάτιστας, στον εθνικό δρόµο Koζάνης- Καστοριάς, σε απόσταση 500 περίπου µέτρων από το χωριό Μικρόκαστρο, σε ύψωµα πάνω από τον Αλιάκµονα.
Είναι γνωστό ως «ιερά Μονή της Παναγίας έν Τσιαρουσίνω», άµεσα συνδεδεµένη µε το χωριό Τσιαρούσινο, σήµερα Μικρόκαστρο, του οποίου αρχικά αποτελούσε παρεκκλήσιο ή προσκυνηµατικό ναό. Το χωριό αναφέρεται στους κώδικες της Ιεράς Μονής Ζάβορδας και Μητροπόλεως Σισανίου και ως οικισµός ανάγεται σε παλιά εποχή. Σήµερα αποτελεί µια από τις ανθούσες και παραγωγικές κοινότητες της επαρχίας Βοΐου.
Η ίδρυση και ιστορική του πορεία έως σήµερα
Το πρόβληµα του χρόνου ίδρυσης του µοναστηριού, το οποίο έγινε συνθετότερο όταν συσχετίστηκε µε παραδόσεις για ναούς, πολίσµατα και µοναστικό οικισµό στην περιοχή, προσεγγίζεται, εάν ξεχωρίσουµε τη χρονολογία ανέγερσης και ιστόρησης του ναού από το χρονικό σηµείο που άρχισε να λειτουργεί ως µοναστήρι. Βασική µας θέση είναι ότι ο ναός της Κοιµήσεως της Θεοτόκου ήταν εξοχικός ναός της ενορίας Μικροκάστρου µε προσκυνηµατικό χαρακτήρα και αργότερα, στις αρχές του 19ου αιώνα, µε την ανέγερση κτισµάτων, διαµορφώθηκε το «ενοριακό» µοναστήρι της Παναγίας.
Το ότι δεν λειτουργεί µοναστήρι το έτος 1797 επιβεβαιώνουν γραπτές µαρτυρίες και τυπολογικές ενδείξεις του ναού. Ο Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης Νεόφυτος έχει καταχωρίσει στον κώδικα της Μητροπόλεως «κατάλογον ακριβή των υποκειµένων τη µητροπόλει χωρίων», µε ηµεροµηνία 22 Δεκεµβρίου 1797. Στον κατάλογο, µαζί µε τα χωριά της επαρχίας του, ο Νεόφυτος αναφέρει και τα µοναστήρια. Για το χωριό Τσιαρούσινο σηµειώνει: «Χωρίον Τζηρoύσινον. Και εκκλησία της Υπεραγίας Θεοτόκου». Ο χαρακτηρισµός «εκκλησία» και όχι «µοναστήριον», όπως γράφει για τα πραγµατικά µοναστήρια ο ακριβολόγος Επίσκοπος, δείχνει ότι ο ναός της Παναγίας ήταν κάτι ξεχωριστό, ένα προσκύνηµα, όχι όµως µοναστήρι.
Τον Μάϊο του 1995 ο φοβερός σεισµός της Κοζάνης και των Γρεβενών, έπληξε και την Ιερά Μονή και η Αδελφότητα, που µε την βοήθεια της Κυρίας Θεοτόκου ταχύρρυθµα αυξήθηκε, επιδόθηκε άµεσα στην αποκατάσταση των ζηµιών των κτιρίων και ευθύς αµέσως στην θεµελίωση της νέας πτέρυγας. Η νέα πτέρυγα περιλαµβάνει παρεκκλήσιο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, τα κελιά των Αδελφών, το Συνοδικό, την παραδοσιακή Τράπεζα, τα εργαστήρια και τους βοηθητικούς χώρους. Με όλες αυτές τις ανακαινιστικές και εκ θεµελίων συντελεσθείσες εργασίες, µαζί µε την συγκρότηση της Αδελφότητας, τη λατρευτική οργάνωση, την τήρηση του προγράµµατος, την καθιέρωση µοναστικής Τάξης, το ιερό Προσκύνηµα µεταποιήθηκε όντως σε Μοναστήρι.
To Καθολικό της Μονής
Ο ναός στο κέντρο του συγκροτήµατος είναι τρίκλιτη βασιλική µε υπερυψωµένο νάρθηκα – γυναικωνίτη και δίρριχτη στέγη µε τις γνωστές απολήξεις. Αρχιτεκτονικός τύπος ενοριακού ναού και όχι µοναστηριακού. Σήµερα όµως, µε τις κατά καιρούς κατασκευαστικές επεµβάσεις, έχει πάρει άλλη όψη. Είναι ένα ορθογώνιο (23,65 χ 12,18 µ.) χωµένο κατά το ήµισυ στο έδαφος, όπως αυτό φαίνεται στη νότια πλευρά, όπου και η κυρία είσοδος, ενώ στη βόρεια πλευρά µε εκσκαφή ανέβηκε το ελεύθερο ύψος και η είσοδος που ανοίχτηκε βρίσκεται στο ίδιο σχεδόν υψοµετρικό επίπεδο του δαπέδου του Ιερού. Στο ανατολικό µέρος προεξέχει η ηµικυκλική κόγχη και στο νοτιοανατολικό υπάρχει, ενσωµατωµένο µε το ναό, πυργοειδές κωδωνοστάσιο, ύψους 15 µέτρων, που κτίστηκε µεταγενέστερα, το1923. Στο νότιο µέρος, στη θέση του παλιού περιστώου (χαγιατιού), κτίστηκε νέος χώρος µε παρεκκλήσιο του Αγίου Αντωνίου και τοποθετήθηκε σύστηµα καπνοσυλλέκτου για την προστασία των τοιχογραφιών του καθολικού. Στο µέσον της στέγης υψώνεται εξαγωνικός τρούλος, που δεν διατηρεί τη δοµική του ιδιότητα, αλλά απλώς δίνει φως στο ναό.
Το καθολικό του μοναστηριού αγιογραφήθηκε, με εξαιρετικής τέχνης τοιχογραφίες, το 1797 από Ηπειρώτες Καπεσοβίτες ζωγράφους. Εξαιρετικό είναι το ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο τέμπλο στο οποίο ακολουθείται η τέχνη του «τρυπητού» δηλαδή με διαμπερή κενά ανάμεσα στα θέματα.
Η εικόνα της βρεφοκρατούσας Θεοτόκου θεωρείται θαυματουργή και είναι η παλαιότερη των άλλων, με πιθανή χρονολογία το 1603 ενώ μία πρόσφατη έρευνα την χρονολογεί στον 13ο αιώνα. Η φθορά του χρόνου αφαίρεσε κάθε χρωστική ουσία από τα πρόσωπα της Εικόνας, αλλά παρ’ όλα αυτά η γραφή των χαρακτηριστικών τους είναι έντονα εκφραστική. Ολόκληρη η Εικόνα φέρει ασημένια επένδυση, η δε ιλαρότητα των προσώπων τόσο της Παναγίας Μητέρας όσο και του παιδίου Ιησού ελκύει παραμυθητικά τον κάθε προσκυνητή. Η μεγάλη ευλάβεια στην Εικόνα αυτή οφείλεται στην ανεξάντλητη χάρη που φανερά ή μυστικά ο πιστός λαός αποκομίζει. Για το λόγο αυτό τηρεί τα θρησκευτικά του έθιμα με μεγάλη αφοσίωση.
Τον Δεκαπενταύγουστο, πιστοί από όλα τα μέρη της Ελλάδας, επισκέπτονται το μοναστήρι, περιμένοντας επί ώρες να έλθει η σειρά τους για να προσκυνήσουν την πάντιμη εικόνας Της, να αντλήσουν τη Χάρη Της, να ενισχύσουν την πίστη τους, να βρουν απάντηση στα ποικίλα προβλήματα της ζωής τους.
Οι «καβαλάρηδες της Σιάτιστας» είναι το έθιμο που προσελκύει χιλιάδες επισκέπτες καθώς ιππείς από την Σιάτιστα και την γύρω περιοχή επισκέπτονται το Μοναστήρι πάνω στα καταστόλιστα άλογά τους. Το πανηγύρι έχει τις ρίζες του στην περίοδο της Τουρκοκρατίας και έχει χαρακτηριστεί ως πανηγύρι λεβεντιάς και τόλμης.